- δίκερκος
- , η (Α δίκερκος, -ον)νεοελλ.κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας των βουπρηστιδώναρχ.αυτός που έχει δύο ουρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δίς) + κέρκος, η «ουρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίκερκον — δίκερκος with two tails masc/fem acc sg δίκερκος with two tails neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek